- πρόδρομος
- Oνομασία 11 οικισμών.
1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ.), στην πρώην επαρχία Αλμωπίας, του νομού Πέλλας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νερομύλων.
2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ.), στην πρώην επαρχία Θήβας, του νομού Βοιωτίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (52 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, η Παραλία (υψόμ. 5 μ.).
3. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ.) του νομού Τρικάλων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (10 τ. χλμ.).
4. Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ.), στην πρώην επαρχία Τριφυλίας, του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (6 τ. χλμ.) και βρίσκεται στη βορειοδυτική Τριφυλία, BA της Κυπαρισσίας.
5. Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 370 μ.) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Μαζαρακίου.
6. Oρεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ.) του νομού Ευρυτανίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (16 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και ένας άλλος μικρότερος οικισμός, ο Γρανάς (υψόμ. 1.040 μ.).
7. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ.), στην πρώην επαρχία Βόνιτσας και Ξηρομέρου, του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (22 τ. χλμ.).
8. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Πάρου, του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Αρχιλόχου.
9. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.) του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται A της Βέροιας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (15 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και άλλοι 2 μικρότεροι οικισμοί, ο Νέος Πρόδρομος (υψόμ. 23 μ.) και η Αγία Τριάς (υψόμ. 20 μ.).
10. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 103 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (14 τ. χλμ.).
11. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 62 μ.) του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Γλαύκης.
* * *-η, -ο / πρόδρομος, -ον, ΝΜΑ1. αυτός που προπορεύεται, αυτός που προαναγγέλλει την εμφάνιση κάποιου ή κάτι άλλου (α. «πρόδρομο στάδιο νόσου» β. «οὗτοι γὰρ τυγχάνουσιν οἱ εἰσιόντες πρόδρομοι... τοῡ δοκοῡντος καλλίστου εἶναι», Πλάτ.)2. το αρσ. ως ουσ. ο πρόδρομος(για πρόσωπο) αυτός που με το έργο του προετοιμάζει τη δράση ενός άλλου προσώπου ή που δημιουργεί μια νέα κατάσταση («ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσήλθεν Ἰησοῡς», ΚΔ)3. ως κύριο όν. Πρόδρομοςπροσωνυμία τού Ιωάννη τού Βαπτιστή επειδή προηγήθηκε και προετοίμασε την εμφάνιση και το έργο τού Χριστούνεοελλ.1. (βιολ.-βιοχ.) α) κύτταρο από το οποίο αναπτύσσονται άλλα κύτταραβ) πρωτεΐνη από την οποία παράγεται μια ορμόνη, ένα ένζυμο ή άλλη ουσίαγ) χημική ένωση που προηγείται και υπεισέρχεται στον σχηματισμό άλλης2. φρ. «πρόδρομα φαινόμενα»ιατρ. συμπτώματα ή σημεία που προηγούνται από τα τυπικά συμπτώματα μιας νόσου, ως προάγγελοι τής εμφάνισής τηςαρχ.1. αυτός που τρέχει δρομαίως («βάντα Παυσανία φυγάδα πρόδρομον», Σοφ.)2. αυτός που τρέχει μπροστά από κάποιον άλλο («ἤλαυνον ἐς τὸ ἄστυ, προδρόμους κήρυκας προπέμποντες», Ηρόδ.)3. (για οίνο) ελαφρύς, όπως ο μούστος («Μυτιληναίοι τὸν παρ' αὐτοῑς γλυκὺν οἶνον πρόδρομον καλοῡσιν ἄλλοι δὲ πρότροπον», Αθήν.)4. πρώιμος5. το αρσ. ως ουσ. ο πρόδρομος6. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ πρόδρομοια) (στην Αθήνα) έφιπποι ανιχνευτές («δοκιμάζει δὲ καὶ τοὺς προδρόμους [ἡ βουλή]», Αριστοτ.)β) (στον μακεδονικό στρατό) ειδικό σώμα έφιππης εμπροσθοφυλακής («καὶ τῶν προδρόμων καλουμένων ἴλας τέσσαρας», Αρρ.)γ) είδος σύκων που ωριμάζουν πρώιμαδ) βόρειοι άνεμοι που προηγούνται τών ετησιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + δρόμος (πρβλ. παρά-δρομος, περί-δρομος)].
Dictionary of Greek. 2013.